- διαλαλία
- διαλαλίᾱ , διαλαλίαverbal orderfem nom/voc/acc dualδιαλαλίᾱ , διαλαλίαverbal orderfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαλαλιά — η (AM διαλαλία) 1. διακήρυξη, διάγγελμα 2. διάδοση, φήμη νεοελλ. παράγγελμα, σύνθημα αρχ. μσν. προφορική εξέταση μάρτυρα αρχ. απόφαση … Dictionary of Greek
διαλαλίαν — διαλαλίᾱν , διαλαλία verbal order fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)